κοινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοινός η κοινή το κοινό
      γενική του κοινού της κοινής του κοινού
    αιτιατική τον κοινό την κοινή το κοινό
     κλητική κοινέ κοινή κοινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοινοί οι κοινές τα κοινά
      γενική των κοινών των κοινών των κοινών
    αιτιατική τους κοινούς τις κοινές τα κοινά
     κλητική κοινοί κοινές κοινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοινός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοινός & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική commun και από την αγγλική common[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοινός
ομόηχο: κοινώς, κυνός
τονικό παρώνυμο: κείνος

Επίθετο

κοινός, -ή, -ό, συγκριτικός: κοινότερος, υπερθετικός:  κοινότατος

  1. ο συνηθισμένος στην εμφάνιση
      Είχε ένα άχρωμο πρόσωπο με κοινά χαρακτηριστικά. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
  2. (γλωσσολογία) ουσιαστικοποιημένο θηλυκό  δείτε τον όρο κοινή

Αντώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

Εκφράσεις

Συγγενικά

και δείτε τα συγγενικά και σύνθετά τους:

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.