συντροφικάτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συντροφικάτα < συντροφικ(ός) + -άτα

Προφορά

ΔΦΑ : /sin.dɾo.fiˈka.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συντροφικάτα

Επίρρημα

συντροφικάτα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.