σχοινοσύντροφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | σχοινοσύντροφος | οι | σχοινοσύντροφοι |
| γενική | του/της του |
σχοινοσυντρόφου σχοινοσύντροφου |
των | σχοινοσυντρόφων & σχοινοσύντροφων |
| αιτιατική | τον/τη | σχοινοσύντροφο | τους/τις τους |
σχοινοσυντρόφους σχοινοσύντροφους |
| κλητική | σχοινοσύντροφε | σχοινοσύντροφοι | ||
| Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σχοινοσύντροφος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό σχοινοσυντρόφισσα & λόγιο σχοινοσύντροφος)
- (αθλητισμός) που ασχολείται μαζί με κάποιον άλλο σε δραστηριότητες ορειβασίας ή αναρρίχησης (ή άλλες που γίνεται χρήση σχοινιού)
- ※ Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, ο 74χρονος διενεργούσε αναρρίχηση σε διαδρομή του βράχου. Σε κάποια στιγμή, δήλωσε στους σχοινοσυντρόφους του αδυναμία να συνεχίσει και ζήτησε να κατέβει. (* kalabakacity.gr)
Μεταφράσεις
σχοινοσύντροφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.