συντροφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συντροφικός η συντροφική το συντροφικό
      γενική του συντροφικού της συντροφικής του συντροφικού
    αιτιατική τον συντροφικό τη συντροφική το συντροφικό
     κλητική συντροφικέ συντροφική συντροφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συντροφικοί οι συντροφικές τα συντροφικά
      γενική των συντροφικών των συντροφικών των συντροφικών
    αιτιατική τους συντροφικούς τις συντροφικές τα συντροφικά
     κλητική συντροφικοί συντροφικές συντροφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συντροφικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική συντροφικός < σύντροφ(ος) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /sin.dɾo.fiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συντροφικός

Επίθετο

συντροφικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

συντροφικός < σύντροφ(ος) + -ικός

Επίθετο

συντροφικός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.