συντρόφεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | συντρόφεμα | τα | συντροφέματα |
| γενική | του | συντροφέματος | των | συντροφεμάτων |
| αιτιατική | το | συντρόφεμα | τα | συντροφέματα |
| κλητική | συντρόφεμα | συντροφέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συντρόφεμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
συντρόφεμα ουδέτερο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
συντρόφεμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.