έμφυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έμφυτος η έμφυτη το έμφυτο
      γενική του έμφυτου της έμφυτης του έμφυτου
    αιτιατική τον έμφυτο την έμφυτη το έμφυτο
     κλητική έμφυτε έμφυτη έμφυτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έμφυτοι οι έμφυτες τα έμφυτα
      γενική των έμφυτων των έμφυτων των έμφυτων
    αιτιατική τους έμφυτους τις έμφυτες τα έμφυτα
     κλητική έμφυτοι έμφυτες έμφυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έμφυτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμφυτος[1], μορφολογικά αναλύεται εμ- + -φυτος ( < φύομαι)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈeɱ.fi.tos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈeɱ.fi.ti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈeɱ.fi.to/ ουδέτερο

Επίθετο

έμφυτος, -η, -ο

  • που υπάρχει στη φύση κάποιου από τη γέννησή του και δεν έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του ή μετά από αγωγή και μάθηση
    έχει έμφυτη ενεργητικότητα και τόλμη

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.