συντρόφισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συντρόφισσα | οι | συντρόφισσες |
| γενική | της | συντρόφισσας | των | συντροφισσών |
| αιτιατική | τη | συντρόφισσα | τις | συντρόφισσες |
| κλητική | συντρόφισσα | συντρόφισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.