συνηθισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνηθισμένος | η | συνηθισμένη | το | συνηθισμένο |
| γενική | του | συνηθισμένου | της | συνηθισμένης | του | συνηθισμένου |
| αιτιατική | τον | συνηθισμένο | τη | συνηθισμένη | το | συνηθισμένο |
| κλητική | συνηθισμένε | συνηθισμένη | συνηθισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνηθισμένοι | οι | συνηθισμένες | τα | συνηθισμένα |
| γενική | των | συνηθισμένων | των | συνηθισμένων | των | συνηθισμένων |
| αιτιατική | τους | συνηθισμένους | τις | συνηθισμένες | τα | συνηθισμένα |
| κλητική | συνηθισμένοι | συνηθισμένες | συνηθισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνηθισμένος < μτχππ|συνηθίζω}}
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ni.θiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νη‐θι‐σμέ‐νος
Μετοχή
συνηθισμένος, -η, -ο
- που τον έχουμε συνηθίσει, που δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαιτερότητα ή πρωτοτυπία
- ↪ Είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος με μια συνηθισμένη οικογένεια και ένα συνηθισμένο επάγγελμα.
- ≈ συνώνυμα: κοινός, κοινότοπος, συνήθης
- ≠ αντώνυμα: ασυνήθιστος, ιδιαίτερος
- που έχει συνηθίσει κάτι και το αντέχει
- ↪ είναι συνηθισμένος στη σκληρή δουλειά
- ≈ συνώνυμα: μαθημένος
- ≠ αντώνυμα: άμαθος, ασυνήθιστος
Εκφράσεις
- συνηθισμένα τα βουνά από τα χιόνια
Μεταφράσεις
κοινός
που έχει συνηθίσει
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.