συνοπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνοπτικός | η | συνοπτική | το | συνοπτικό |
| γενική | του | συνοπτικού | της | συνοπτικής | του | συνοπτικού |
| αιτιατική | τον | συνοπτικό | τη | συνοπτική | το | συνοπτικό |
| κλητική | συνοπτικέ | συνοπτική | συνοπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνοπτικοί | οι | συνοπτικές | τα | συνοπτικά |
| γενική | των | συνοπτικών | των | συνοπτικών | των | συνοπτικών |
| αιτιατική | τους | συνοπτικούς | τις | συνοπτικές | τα | συνοπτικά |
| κλητική | συνοπτικοί | συνοπτικές | συνοπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
συνοπτικός
- που συνοψίζει, που εκθέτει με λίγα λόγια το συμπέρασμα μιας συζήτησης ή ενός κειμένου που προηγήθηκε
- που διαρκεί λίγο
- (γραμματική) που αναφέρεται στους ρηματικούς χρόνους που δεν δηλώνουν τη διάρκεια ή την επανάληψη μιας πράξης
- (χριστιανισμός) που αναφέρεται στα ευαγγέλια κατά Ματθαίον, Μάρκον, Λουκάν
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.