συντομότερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συντομότερος | η | συντομότερη | το | συντομότερο |
| γενική | του | συντομότερου | της | συντομότερης | του | συντομότερου |
| αιτιατική | τον | συντομότερο | τη | συντομότερη | το | συντομότερο |
| κλητική | συντομότερε | συντομότερη | συντομότερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συντομότεροι | οι | συντομότερες | τα | συντομότερα |
| γενική | των | συντομότερων | των | συντομότερων | των | συντομότερων |
| αιτιατική | τους | συντομότερους | τις | συντομότερες | τα | συντομότερα |
| κλητική | συντομότεροι | συντομότερες | συντομότερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συντομότερος < συντομ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του σύντομος. Δείτε και το αρχαίο συντομώτερος
Επίθετο
συντομότερος, -η, -ο
- που είναι πιο κοντινός, πιο σύντομος, που κρατάει λιγότερο χρόνο ή καλύπτει μικρότερη απόσταση ή και τα δύο
- Θα ήθελα να είναι λίγο συντομότερη η ομιλία σας, γιατί έχετε να πείτε εξαιρετικά ενδιαφέροντα πράγματα, όμως 3 ώρες θα φανούν πολλές
- Ακολουθήσαμε συντομότερη διαδρομή τελικά, γιατί παρότι χιλιομετρικά ήταν λίγο μεγαλύτερη, στον άλλο δρόμο που μας είπες να πάρουμε θα βρίσκαμε τόση κίνηση που θα χάναμε περισσότερο χρόνο
- Βρες μου μια συντομότερη διαδρομή από εδώ ως το νοσοκομείο. Είναι επείγον.
Παράγωγα
- συντομότερα (επίρρημα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.