τέμνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τέμνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tm̥-n-h₂- < *temh₂- ‎(κόβω)

Ρήμα

τέμνω (παθητική φωνή: τέμνομαι)

  1. κόβω, σχίζω, χωρίζω
  2. (γεωμετρία) ακουμπώ, ενώνω

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Το περιεχόμενο αυτής της σελίδας χρειάζεται αναθεώρηση. Μπορείτε να βρείτε ή να αφήσετε σχόλια στη σελίδα συζήτησης «τέμνω».
Αναθεώρηση : Οι σημασίες, πέρα από το κόβω, είναι συνεκδοχικές και καταγράφονται πάντα, όπως και στο σύγχρονο κόβω, σε σχέση με κάτι συγκεκριμένο. Π.χ. οἱ στενοὶ (τελαμῶνες) τέμνουσι.

Ετυμολογία

τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tm̥-n-h₂- < *temh₂- ‎(κόβω)

Ρήμα

τέμνω

  1. κόβω, λαξεύω
      5ος αιώνας πκε, Ευριπίδης, Ἑλένη, 1087-1089
    ἐγὼ δ᾽ ἐς οἴκους βᾶσα βοστρύχους τεμῶ | πέπλων τε λευκῶν μέλανας ἀνταλλάξομαι | παρῆιδί τ᾽ ὄνυχα φόνιον ἐμβαλῶ †χροός†.
    Εγώ θα πάω μέσα, τα μαλλιά μου | θα κόψω, αντί λευκά θα βάλω μαύρα, | το πρόσωπό μου άγρια θα ματώσω.
    Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος @greek-language.gr
  2. ακρωτηριάζω, πληγώνω, τραυματίζω
  3. σφάζω, θυσιάζω
  4. θερίζω, δρέπω
  5. προχωρώ

Σύνθετα

  • ἀμφιτέμνω
  • ἀνατέμνω
  • ἀντιτέμνω
  • ἀποπροτέμνω
  • ἀποτέμνω
  • διατέμνω
  • διεκτέμνω
  • ἐγκατατέμνω
  • ἐκτέμνω
  • ἐναποτέμνω
  • ἐντέμνω
  • ἐπανατέμνω
  • ἐπικατατέμνω
  • ἐπισυντέμνω
  • ἐπιτέμνω
  • κατατέμνω
  • παρατέμνω
  • περιτέμνω
  • προανατέμνω
  • προαποτέμνω
  • προδιατέμνω
  • προεκτέμνω
  • προσανατέμνω
  • προσεπιτέμνω
  • προστέμνω
  • προτέμνω
  • προϋποτέμνω
  • συναποτέμνω
  • συνεκτέμνω
  • συνεπιτέμνω
  • συντέμνω
  • ὑποτέμνω

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.