χρονοβόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρονοβόρος | η | χρονοβόρα | το | χρονοβόρο |
| γενική | του | χρονοβόρου | της | χρονοβόρας | του | χρονοβόρου |
| αιτιατική | τον | χρονοβόρο | τη | χρονοβόρα | το | χρονοβόρο |
| κλητική | χρονοβόρε | χρονοβόρα | χρονοβόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρονοβόροι | οι | χρονοβόρες | τα | χρονοβόρα |
| γενική | των | χρονοβόρων | των | χρονοβόρων | των | χρονοβόρων |
| αιτιατική | τους | χρονοβόρους | τις | χρονοβόρες | τα | χρονοβόρα |
| κλητική | χρονοβόροι | χρονοβόρες | χρονοβόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
χρονοβόρος, -α, -ο
- που απαιτεί πολύ χρόνο για να ολοκληρωθεί
- οι εργασίες για τη διάνοιξη του δρόμου είναι πάντα χρονοβόρες
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.