μακρόσυρτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μακρόσυρτος | η | μακρόσυρτη | το | μακρόσυρτο |
| γενική | του | μακρόσυρτου | της | μακρόσυρτης | του | μακρόσυρτου |
| αιτιατική | τον | μακρόσυρτο | τη | μακρόσυρτη | το | μακρόσυρτο |
| κλητική | μακρόσυρτε | μακρόσυρτη | μακρόσυρτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μακρόσυρτοι | οι | μακρόσυρτες | τα | μακρόσυρτα |
| γενική | των | μακρόσυρτων | των | μακρόσυρτων | των | μακρόσυρτων |
| αιτιατική | τους | μακρόσυρτους | τις | μακρόσυρτες | τα | μακρόσυρτα |
| κλητική | μακρόσυρτοι | μακρόσυρτες | μακρόσυρτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.
Επίθετο
μακρόσυρτος, η, ο
- ο παρατεταμένος, που τραβάει σε μάκρος (συνήθως για ήχους)
- μακρόσυρτο τραγούδι (π.χ. αμανές)
- επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία
- (με αρνητική χροιά) που είναι άνευρο, πολύ αργό, που διαρκεί περισσότερο από όσο αρέσει στον σχολιαστή
Μεταφράσεις
μακρόσυρτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.