μακρόσυρτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακρόσυρτος η μακρόσυρτη το μακρόσυρτο
      γενική του μακρόσυρτου της μακρόσυρτης του μακρόσυρτου
    αιτιατική τον μακρόσυρτο τη μακρόσυρτη το μακρόσυρτο
     κλητική μακρόσυρτε μακρόσυρτη μακρόσυρτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακρόσυρτοι οι μακρόσυρτες τα μακρόσυρτα
      γενική των μακρόσυρτων των μακρόσυρτων των μακρόσυρτων
    αιτιατική τους μακρόσυρτους τις μακρόσυρτες τα μακρόσυρτα
     κλητική μακρόσυρτοι μακρόσυρτες μακρόσυρτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

Ετυμολογία

μακρόσυρτος < μακρο- + (σύρ)ω + -τος

Επίθετο

μακρόσυρτος, η, ο

  1. ο παρατεταμένος, που τραβάει σε μάκρος (συνήθως για ήχους)
    μακρόσυρτο τραγούδι (π.χ. αμανές)
  2. επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία
  3. (με αρνητική χροιά) που είναι άνευρο, πολύ αργό, που διαρκεί περισσότερο από όσο αρέσει στον σχολιαστή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.