court
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| court | courts |
court (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, νομικός όρος) το δικαστήριο, ο τόπος όπου διεξάγεται μια δίκη
- ↪ I’ll see you in court!
- Θα σε δω στο δικαστήριο!
- ↪ I’ll see you in court!
- (συνήθως ενικός, the court) το δικαστήριο, οι άνθρωποι σε ένα δικαστήριο, ειδικά εκείνοι που παίρνουν τις αποφάσεις, όπως ο δικαστής και οι ένορκοι
- ↪ The court will hear the appeal/accepted the movement.
- Το δικαστήριο θα κρίνει την προσφυγή/έκανε δεκτή την αγωγή.
- ↪ The court is in session.
- Το δικαστήριο συνεδριάζει.
- ↪ The court will hear the appeal/accepted the movement.
- το γήπεδο του τένις ή του μπάσκετ
- ↪ a tennis court - γήπεδο τένις
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αυλή, το επίσημο μέρος όπου ζουν βασιλιάδες και βασίλισσες
- ↪ They presented her at court.
- Την παρουσίασαν στην Αυλή.
- ↪ They presented her at court.
- η αυλή, ένας ανοιχτός χώρος που περιβάλλεται εν μέρει ή πλήρως από κτίρια και είναι συνήθως μέρος ενός κάστρου, ενός μεγάλου σπιτιού κτλ.
Ρήμα
| ενεστώτας | court |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | courts |
| αόριστος | courted |
| παθητική μετοχή | courted |
| ενεργητική μετοχή | courting |
court (en)
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuʁ/
- ⓘ
Εκφράσεις
- être à court de μου λείπει κάτι
- l'imprimante est à court de papier - ο εκτυπωτής δεν έχει άλλο χαρτί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.