μικρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μικρός | η | μικρή | το | μικρό |
| γενική | του | μικρού | της | μικρής | του | μικρού |
| αιτιατική | τον | μικρό | τη | μικρή | το | μικρό |
| κλητική | μικρέ | μικρή | μικρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μικροί | οι | μικρές | τα | μικρά |
| γενική | των | μικρών | των | μικρών | των | μικρών |
| αιτιατική | τους | μικρούς | τις | μικρές | τα | μικρά |
| κλητική | μικροί | μικρές | μικρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μικρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μικρός
Επίθετο
μικρός, -ή, -ό
Συνώνυμα
- μικροσκοπικός
- τοσοδούλης, τοσοδούλικος
- λιλιπούτειος
- (για διαστάσεις σώματος) μικρόσωμος
Αντώνυμα
Εκφράσεις
- μικρό το κακό: συνηθισμένη έκφραση για μικρής έκτασης ζημιά (υλική ή ψυχική)
- τι μικρός που είναι ο κόσμος: στην περίπτωση που συναντηθούν κάποια άτομα σε ανύποπτο τόπο και χρόνο
- ή μικρός, μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου: ό,τι είναι να κάνεις, καλό είναι να το πράξεις σύντομα
- το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό: στον κόσμο επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας
Πολυλεκτικοί όροι
- μικρή οθόνη
- μικρές αγγελίες
Συγγενικά
- μικρά
- μικραίνω
- μικράκι
- μικράτα
- μικρουλάκι (υποκοριστικό)
- μικρούλης (υποκοριστικό)
- μικρούλικος (υποκοριστικό)
- μικρούτσικος (υποκοριστικό)
- σμίκρυνση
- μικρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μικρο- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
μικρός
|
Ουσιαστικό

μικρός ανθρώπινου χεριού
μικρός αρσενικό
- (ανθρώπινο σώμα) το μικρότερο από τα πέντε δάχτυλα του χεριού
- συνήθως νεαρής ηλικίας άτομο για βοηθητικές δουλειές σε επιχείρηση
- ↪ μικρέ, πιάσε μια μπίρα
| αντίχειρας | δείκτης | μέσος | παράμεσος | μικρός |
Μεταφράσεις
Πηγές
- μικρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μικρός | ἡ | μικρᾱ́ | τὸ | μικρόν |
| γενική | τοῦ | μικροῦ | τῆς | μικρᾶς | τοῦ | μικροῦ |
| δοτική | τῷ | μικρῷ | τῇ | μικρᾷ | τῷ | μικρῷ |
| αιτιατική | τὸν | μικρόν | τὴν | μικρᾱ́ν | τὸ | μικρόν |
| κλητική ὦ! | μικρέ | μικρᾱ́ | μικρόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | μικροί | αἱ | μικραί | τὰ | μικρᾰ́ |
| γενική | τῶν | μικρῶν | τῶν | μικρῶν | τῶν | μικρῶν |
| δοτική | τοῖς | μικροῖς | ταῖς | μικραῖς | τοῖς | μικροῖς |
| αιτιατική | τοὺς | μικρούς | τὰς | μικρᾱ́ς | τὰ | μικρᾰ́ |
| κλητική ὦ! | μικροί | μικραί | μικρᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μικρώ | τὼ | μικρᾱ́ | τὼ | μικρώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | μικροῖν | τοῖν | μικραῖν | τοῖν | μικροῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- μικρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μικρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.