συντομεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συντομεύω < σύντομ(ος) + -εύω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική abrèger. Διαφορετική η ελληνιστική συντομεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /sin.doˈme.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συντομεύω
παλιότερος συλλαβισμός: συντομεύω

Ρήμα

συντομεύω, αόρ.: συντόμευσα, παθ.φωνή: συντομεύομαι, π.αόρ.: συντομεύτηκα/συντομεύθηκα, μτχ.π.π.: συντομευμένος

  1. (μεταβατικό) μειώνω τη χρονική διάρκεια
  2. (αμετάβατο) γίνομαι πιο σύντομος
  3. επισπεύδω κάτι ώστε να ολοκληρωθεί σύντομα
    ο πρόεδρος ζήτησε από τον ομιλητή να συντομεύει

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

συντομεύω < αρχαία ελληνική σύντομ(ος) + -εύω

Ρήμα

συντομεύω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.