σφάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σφάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σφάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsfa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφάζω

Ρήμα

σφάζω, πρτ.: έσφαζα, στ.μέλλ.: θα σφάξω, αόρ.: έσφαξα, παθ.φωνή: σφάζομαι, μτχ.π.π.: σφαγμένος

  1. σκοτώνω άνθρωπο ή ζώο χρησιμοποιώντας μαχαίρι, συνήθως στο λαιμό
  2. (οικείο) προκαλώ υπερβολικό πόνο σαν μαχαίρωμα
  3. (μεταφορικά) πληγώνω ψυχικά
  4. (παθητική φωνή, αλληλοπαθητικό)  δείτε τη λέξη σφάζομαι

Εκφράσεις

  • δε σφάξανε!
  • θα τον/τη σφάξω στο γόνατο
  • που σε πονεί και που σε σφάζει!
  • σφάζω με το μπαμπάκι
  • σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω!

Συγγενικά

Σύνθετα

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σφάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

σφάζω

  1. σφάζω, σκοτώνω διά σφαγής
  2. (γενικότερα) φονεύω, δολοφονώ
  3. σφαγιάζω ζώα που προορίζονται για θυσία
  4. (για άγρια ζώα) ξεσκίζω από το λαιμό
  5. (μεταφορικά) βασανίζω

  • βοιωτικός τύπος: σφάδδω
  • αττικός τύπος: σφάττω

Συγγενικά

θέμα σφᾰγ-

  • ἀνδροσφαγεῖον
  • ἀνθρωποσφαγέω
  • ἀπόσφαγμα
  • ἀσφαγής
  • αὐτοσφαγής
  • βοοσφαγία
  • βουσφαγέω
  • διασφαγή
  • διάσφαγμα
  • ἐπισφαγίς
  • ἡμισφαγής
  • κατασφαγή
  • κυνοσφαγής
  • λαγωσφαγία
  • μηλοσφαγέω
  • μηλοσφαγία
  • νεοσφαγής
  • ὀνοσφαγία
  • παρασφαγίς
  • παρθενόσφαγος
  • πολυσφαγής
  • προσφάγιον
  • πρόσφαγμα
  • σφαγεῖον
  • σφαγεύς
  • σφαγή
  • σφαγιασμός
  • σφαγιάζομαι
  • σφαγιαστήριον
  • σφαγίδιον
  • σφάγιον
  • σφάγιος
  • σφαγίς
  • σφαγιστήριον
  • σφαγῖτις
  • σφάγμα
  • σιδηροσφαγία
  • ταυροσφαγέω
  • ταυροσφάγος
  • τεκνοφαγοσφαγία
  • ὑπόσφαγμα
  • χοιροσφαγεῖον
  • χοιροσφαγία
  • χοιροσφάγος

θέμα σφακ-

  • ἄσφακτος
  • διασφακτήρ
  • ἐμβρυοσφάκτης
  • καλαμοσφάκτης
  • νεόσφακτος
  • πολύσφακτος
  • πρωτόσφακτος
  • σφάκτης
  • σφακτικός
  • σφακτός
  • σφάκτρια
  • σφάκτρον
  • χιμαροσφακτήρ

θέμα σφαξ-

Σύνθετα

  • ἀποσφάζω
  • ἐπαποσφάζω
  • ἐπικατασφάζω
  • ἐπισφάζω
  • κατασφάζω
  • παρασφάζω
  • περικατασφάζω
  • προαποσφάζω
  • προκατασφάζω
  • προσφάζω
  • συνεπισφάζω
  • συσφάζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.