αλληλοσφάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
αλληλοσφάζομαι (συνήθως στον πληθυντικό)
- (αλληλοπαθητικό, μεταφορικά, κυριολεκτικά) (για άτομα ή ομάδες ανθρώπων) σφάζει ο ένας τον άλλο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σφάζω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- σελ. 47, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- αλληλοσφάζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.