αλληλοσφάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αλληλοσφάζομαι (μαρτυρείται από το 1851)[1] < αλληλο- + σφάζομαι, ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική s΄entré gorger)[2]

Ρήμα

αλληλοσφάζομαι (συνήθως στον πληθυντικό)

  • (αλληλοπαθητικό, μεταφορικά, κυριολεκτικά) (για άτομα ή ομάδες ανθρώπων) σφάζει ο ένας τον άλλο

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 47, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. αλληλοσφάζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.