μαχαίρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαχαίρι | τα | μαχαίρια |
| γενική | του | μαχαιριού | των | μαχαιριών |
| αιτιατική | το | μαχαίρι | τα | μαχαίρια |
| κλητική | μαχαίρι | μαχαίρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαχαίρι < αρχαία ελληνική μαχαίριον, υποκοριστικό του μάχαιρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈçe.ɾi/
Ουσιαστικό
ένα μαχαίρι
μαχαίρι ουδέτερο
- (κουζινικά) όργανο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα κοφτερή στη μία από τις δύο ακμές της, που χρησιμοποιείται για κόψιμο
- "Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο / ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι..." (Νίκος Καββαδίας)
- χειρουργικό εργαλείο, νυστέρι
- (συνεκδοχικά) η χειρουργική επέμβαση
- τον πάνε για μαχαίρι
Εκφράσεις
- βάζω το μαχαίρι στο κόκκαλο
- κόβω μαχαίρι (κάτι ή κάποιον)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μαχαίρι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.