θυσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θυσία οι θυσίες
      γενική της θυσίας των θυσιών
    αιτιατική τη θυσία τις θυσίες
     κλητική θυσία θυσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θυσία < αρχαία ελληνική

θύω

Ουσιαστικό

θυσία θηλυκό

  • εκούσια απώλεια προκειμένου να επιτευχθεί κάποιος στόχος
  • προσφορά προκειμένου να γίνει επίκληση σε θεό ή θεούς: μπορεί να περιλαμβάνει τη θανάτωση ανθρώπου ή ζώου ή να είναι απλή προσφορά ή καταστροφή αντικειμένων
  • «μια θρησκευτική ιεροτελεστία κατά την οποία προσφέρεται ένα αντικείμενο σε κάποιο θεϊκό ον προκειμένου να εδραιωθεί, να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί μια κατάλληλη σχέση του ανθρώπου με τα θεία».


  • πάση θυσία
  • µε κάθε θυσία
  • Έγινε θυσία για το φίλο του/για να με βοηθήσει
  • Έκαναν θυσία στο Βάκχο
  • Έκαναν θυσίες για να τον σπουδάσουν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.