σφαγεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σφαγεύς | οἱ | σφαγεῖς - σφαγῆς* |
| γενική | τοῦ | σφαγέως | τῶν | σφαγέων |
| δοτική | τῷ | σφαγεῖ | τοῖς | σφαγεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | σφαγέᾱ | τοὺς | σφαγέᾱς |
| κλητική ὦ! | σφαγεῦ | σφαγεῖς - σφαγῆς* | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σφαγῆ1 ή σφαγεῖ2 | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σφαγέοιν | ||
| * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σφαγεύς αρσενικό
Πηγές
- σφαγεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφαγεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.