σφάγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφάγιο τα σφάγια
      γενική του σφαγίου
& σφάγιου
των σφαγίων
    αιτιατική το σφάγιο τα σφάγια
     κλητική σφάγιο σφάγια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφάγιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφάγιον

Ουσιαστικό

σφάγιο ουδέτερο

  1. ζώο σφαγμένο για το κρέας του
     συνώνυμα: σφαχτό, σφαχτάρι, σφαγάρι
  2. ζώο που πρόκειται να σφαγεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.