δολοφονώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δολοφονώ < δολοφονία

Ρήμα

δολοφονώ

η Σαρλότ Κορντέ δολοφόνησε με μαχαίρι τον Ζαν Πολ Μαρά στο λουτρό του
το δολοφόνησες το τραγούδι!

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.