δολοφονώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δολοφονώ < δολοφονία
Ρήμα
δολοφονώ
- η Σαρλότ Κορντέ δολοφόνησε με μαχαίρι τον Ζαν Πολ Μαρά στο λουτρό του
- (μεταφορικά) με τον χειρότερο τρόπο καταστρέφω, κακοποιώ, κακομεταχειρίζομαι
- το δολοφόνησες το τραγούδι!
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δολοφονώ | δολοφονούσα | θα δολοφονώ | να δολοφονώ | δολοφονώντας | |
| β' ενικ. | δολοφονείς | δολοφονούσες | θα δολοφονείς | να δολοφονείς | (δολοφόνει) | |
| γ' ενικ. | δολοφονεί | δολοφονούσε | θα δολοφονεί | να δολοφονεί | ||
| α' πληθ. | δολοφονούμε | δολοφονούσαμε | θα δολοφονούμε | να δολοφονούμε | ||
| β' πληθ. | δολοφονείτε | δολοφονούσατε | θα δολοφονείτε | να δολοφονείτε | δολοφονείτε | |
| γ' πληθ. | δολοφονούν(ε) | δολοφονούσαν(ε) | θα δολοφονούν(ε) | να δολοφονούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δολοφόνησα | θα δολοφονήσω | να δολοφονήσω | δολοφονήσει | ||
| β' ενικ. | δολοφόνησες | θα δολοφονήσεις | να δολοφονήσεις | δολοφόνησε | ||
| γ' ενικ. | δολοφόνησε | θα δολοφονήσει | να δολοφονήσει | |||
| α' πληθ. | δολοφονήσαμε | θα δολοφονήσουμε | να δολοφονήσουμε | |||
| β' πληθ. | δολοφονήσατε | θα δολοφονήσετε | να δολοφονήσετε | δολοφονήστε | ||
| γ' πληθ. | δολοφόνησαν δολοφονήσαν(ε) |
θα δολοφονήσουν(ε) | να δολοφονήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δολοφονήσει | είχα δολοφονήσει | θα έχω δολοφονήσει | να έχω δολοφονήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δολοφονήσει | είχες δολοφονήσει | θα έχεις δολοφονήσει | να έχεις δολοφονήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δολοφονήσει | είχε δολοφονήσει | θα έχει δολοφονήσει | να έχει δολοφονήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δολοφονήσει | είχαμε δολοφονήσει | θα έχουμε δολοφονήσει | να έχουμε δολοφονήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δολοφονήσει | είχατε δολοφονήσει | θα έχετε δολοφονήσει | να έχετε δολοφονήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δολοφονήσει | είχαν δολοφονήσει | θα έχουν δολοφονήσει | να έχουν δολοφονήσει |
| |
Μεταφράσεις
δολοφονώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.