προορίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προορίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προορίζω < προ- + αρχαία ελληνική ὁρίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.oˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ο‐ρί‐ζω
Ρήμα
προορίζω, αόρ.: προόρισα, παθ.φωνή: προορίζομαι, π.αόρ.: προορίστηκα/-σθηκα, μτχ.π.π.: προορισμένος
- προσδιορίζω από πριν την κατεύθυνση ή την κατάληξη που θα έχει κάποιος ή κάποιο ζήτημα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προορίζω | προόριζα | θα προορίζω | να προορίζω | προορίζοντας | |
| β' ενικ. | προορίζεις | προόριζες | θα προορίζεις | να προορίζεις | προόριζε | |
| γ' ενικ. | προορίζει | προόριζε | θα προορίζει | να προορίζει | ||
| α' πληθ. | προορίζουμε | προορίζαμε | θα προορίζουμε | να προορίζουμε | ||
| β' πληθ. | προορίζετε | προορίζατε | θα προορίζετε | να προορίζετε | προορίζετε | |
| γ' πληθ. | προορίζουν(ε) | προόριζαν προορίζαν(ε) |
θα προορίζουν(ε) | να προορίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προόρισα | θα προορίσω | να προορίσω | προορίσει | ||
| β' ενικ. | προόρισες | θα προορίσεις | να προορίσεις | προόρισε | ||
| γ' ενικ. | προόρισε | θα προορίσει | να προορίσει | |||
| α' πληθ. | προορίσαμε | θα προορίσουμε | να προορίσουμε | |||
| β' πληθ. | προορίσατε | θα προορίσετε | να προορίσετε | προορίστε | ||
| γ' πληθ. | προόρισαν προορίσαν(ε) |
θα προορίσουν(ε) | να προορίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προορίσει | είχα προορίσει | θα έχω προορίσει | να έχω προορίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προορίσει | είχες προορίσει | θα έχεις προορίσει | να έχεις προορίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προορίσει | είχε προορίσει | θα έχει προορίσει | να έχει προορίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προορίσει | είχαμε προορίσει | θα έχουμε προορίσει | να έχουμε προορίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προορίσει | είχατε προορίσει | θα έχετε προορίσει | να έχετε προορίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προορίσει | είχαν προορίσει | θα έχουν προορίσει | να έχουν προορίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προορίζομαι | προοριζόμουν(α) | θα προορίζομαι | να προορίζομαι | ||
| β' ενικ. | προορίζεσαι | προοριζόσουν(α) | θα προορίζεσαι | να προορίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | προορίζεται | προοριζόταν(ε) | θα προορίζεται | να προορίζεται | ||
| α' πληθ. | προοριζόμαστε | προοριζόμαστε προοριζόμασταν |
θα προοριζόμαστε | να προοριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | προορίζεστε | προοριζόσαστε προοριζόσασταν |
θα προορίζεστε | να προορίζεστε | (προορίζεστε) | |
| γ' πληθ. | προορίζονται | προορίζονταν προοριζόντουσαν |
θα προορίζονται | να προορίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προορίστηκα | θα προοριστώ | να προοριστώ | προοριστεί | ||
| β' ενικ. | προορίστηκες | θα προοριστείς | να προοριστείς | προορίσου | ||
| γ' ενικ. | προορίστηκε | θα προοριστεί | να προοριστεί | |||
| α' πληθ. | προοριστήκαμε | θα προοριστούμε | να προοριστούμε | |||
| β' πληθ. | προοριστήκατε | θα προοριστείτε | να προοριστείτε | προοριστείτε | ||
| γ' πληθ. | προορίστηκαν προοριστήκαν(ε) |
θα προοριστούν(ε) | να προοριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προοριστεί | είχα προοριστεί | θα έχω προοριστεί | να έχω προοριστεί | προορισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις προοριστεί | είχες προοριστεί | θα έχεις προοριστεί | να έχεις προοριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προοριστεί | είχε προοριστεί | θα έχει προοριστεί | να έχει προοριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προοριστεί | είχαμε προοριστεί | θα έχουμε προοριστεί | να έχουμε προοριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προοριστεί | είχατε προοριστεί | θα έχετε προοριστεί | να έχετε προοριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προοριστεί | είχαν προοριστεί | θα έχουν προοριστεί | να έχουν προοριστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι προορισμένος - είμαστε, είστε, είναι προορισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν προορισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν προορισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι προορισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι προορισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι προορισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι προορισμένοι | |||||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- προορίζω < προ- + αρχαία ελληνική ὁρίζω
Πηγές
- προορίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προορίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.