σφαγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σφαγή | οι | σφαγές |
| γενική | της | σφαγής | των | σφαγών |
| αιτιατική | τη | σφαγή | τις | σφαγές |
| κλητική | σφαγή | σφαγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σφαγή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σφαγή [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /sfaˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφα‐γή
Ουσιαστικό
σφαγή θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος σφάζω, η θανάτωση ζώου συνήθως ή και ανθρώπου με μαχαίρι
- ↪ τα ζώα πρέπει να ελέγχονται πριν τη σφαγή από κτηνίατρο
- η μαζική θανάτωση ανθρώπων, ιδίως σε πόλεμο
- ↪ η σφαγή της Χίου
- (μεταφορικά) η ομαδική αποτυχία σε εξετάσεις, διαγωνισμούς
- ↪ Σφαγή στα μαθηματικά! Κάτω από τη βάση τα περισσότερα γραπτά
- (μεταφορικά) η εσκεμμένη αλλοίωση αποτελέσματος από τους διαιτητές σε αθλητικό αγώνα υπέρ μίας εκ των δύο ομάδων[2]
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σφάζω
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σφαγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.