σφάξιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφάξιμο τα σφαξίματα
      γενική του σφαξίματος των σφαξιμάτων
    αιτιατική το σφάξιμο τα σφαξίματα
     κλητική σφάξιμο σφαξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφάξιμο < σφάζω (θέμα αορίστου σφαξ-) + -ιμο

Ουσιαστικό

σφάξιμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.