σφαγείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σφαγείο | τα | σφαγεία |
| γενική | του | σφαγείου | των | σφαγείων |
| αιτιατική | το | σφαγείο | τα | σφαγεία |
| κλητική | σφαγείο | σφαγεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σφαγείο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /sfaˈʝi.o/
Ουσιαστικό
σφαγείο ουδέτερο
- χώρος όπου σφάζονται τα ζώα
- (μεταφορικά) χώρος μαζικών εκτελέσεων, βασανισμού και διατελέσης εγκλημάτων πολέμου
- (μεταφορικά) πολύνεκρη μάχη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.