σφαγείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφαγείο τα σφαγεία
      γενική του σφαγείου των σφαγείων
    αιτιατική το σφαγείο τα σφαγεία
     κλητική σφαγείο σφαγεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφαγείο < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /sfaˈʝi.o/

Ουσιαστικό

σφαγείο ουδέτερο

  1. χώρος όπου σφάζονται τα ζώα
  2. (μεταφορικά) χώρος μαζικών εκτελέσεων, βασανισμού και διατελέσης εγκλημάτων πολέμου
  3. (μεταφορικά) πολύνεκρη μάχη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.