φονεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φονεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φονεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /foˈne.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φονεύω

Ρήμα

φονεύω

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φονεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

φονεύω


Κλίση

Παρακαλώ προσθέστε τους υπόλοιπους χρόνους αν είναι δυνατόν.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.