κατασφάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατασφάζω < αρχαία ελληνική κατασφάζω < κατά + σφάζω
Συγγενικά
- κατασφαγμένος
- → δείτε τις λέξεις κατά και σφάζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατασφάζω | κατέσφαζα | θα κατασφάζω | να κατασφάζω | κατασφάζοντας | |
| β' ενικ. | κατασφάζεις | κατέσφαζες | θα κατασφάζεις | να κατασφάζεις | κατάσφαζε | |
| γ' ενικ. | κατασφάζει | κατέσφαζε | θα κατασφάζει | να κατασφάζει | ||
| α' πληθ. | κατασφάζουμε | κατασφάζαμε | θα κατασφάζουμε | να κατασφάζουμε | ||
| β' πληθ. | κατασφάζετε | κατασφάζατε | θα κατασφάζετε | να κατασφάζετε | κατασφάζετε | |
| γ' πληθ. | κατασφάζουν(ε) | κατέσφαζαν κατασφάζαν(ε) |
θα κατασφάζουν(ε) | να κατασφάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατέσφαξα | θα κατασφάξω | να κατασφάξω | κατασφάξει | ||
| β' ενικ. | κατέσφαξες | θα κατασφάξεις | να κατασφάξεις | κατάσφαξε | ||
| γ' ενικ. | κατέσφαξε | θα κατασφάξει | να κατασφάξει | |||
| α' πληθ. | κατασφάξαμε | θα κατασφάξουμε | να κατασφάξουμε | |||
| β' πληθ. | κατασφάξατε | θα κατασφάξετε | να κατασφάξετε | κατασφάξτε | ||
| γ' πληθ. | κατέσφαξαν κατασφάξαν(ε) |
θα κατασφάξουν(ε) | να κατασφάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατασφάξει | είχα κατασφάξει | θα έχω κατασφάξει | να έχω κατασφάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατασφάξει | είχες κατασφάξει | θα έχεις κατασφάξει | να έχεις κατασφάξει | έχε κατασφαγμένο | |
| γ' ενικ. | έχει κατασφάξει | είχε κατασφάξει | θα έχει κατασφάξει | να έχει κατασφάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατασφάξει | είχαμε κατασφάξει | θα έχουμε κατασφάξει | να έχουμε κατασφάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατασφάξει | είχατε κατασφάξει | θα έχετε κατασφάξει | να έχετε κατασφάξει | έχετε κατασφαγμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν κατασφάξει | είχαν κατασφάξει | θα έχουν κατασφάξει | να έχουν κατασφάξει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κατασφαγμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κατασφαγμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κατασφαγμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κατασφαγμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.