κατασφάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατασφάζω < αρχαία ελληνική κατασφάζω < κατά + σφάζω

Ρήμα

κατασφάζω (παθητική φωνή: κατασφάζομαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.