σφάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
σφάζομαι, π.αόρ.: σφάχτηκα, μτχ.π.π.: σφαγμένος
- παθητική φωνή του ρήματος σφάζω
- (αλληλοπαθητικό) για κάποιους που σφάζουν ο ένας τον άλλον
- (μεταφορικά) για να δηλωθεί μεγάλος ανταγωνισμός
- ↪ στης Μαλάμως την ποδιά σφάζονται παλικάρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.