σφαγίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σφαγίτιδα | οι | σφαγίτιδες |
| γενική | της | σφαγίτιδας | των | σφαγίτιδων |
| αιτιατική | τη | σφαγίτιδα | τις | σφαγίτιδες |
| κλητική | σφαγίτιδα | σφαγίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σφαγίτιδα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφαγῖτις
Ουσιαστικό
σφαγίτιδα θηλυκό
- (ανατομία, κυκλοφορικό σύστημα) οι μεγάλες φλέβες που μεταφέρουν το αίμα από το κεφάλι προς την καρδιά μέσω του τραχήλου, ενωνόμενες με την υποκλείδια φλέβα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.