σφαγίτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφαγίτιδα οι σφαγίτιδες
      γενική της σφαγίτιδας των σφαγίτιδων
    αιτιατική τη σφαγίτιδα τις σφαγίτιδες
     κλητική σφαγίτιδα σφαγίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφαγίτιδα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφαγῖτις

Ουσιαστικό

σφαγίτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.