συνταγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνταγή | οι | συνταγές |
| γενική | της | συνταγής | των | συνταγών |
| αιτιατική | τη | συνταγή | τις | συνταγές |
| κλητική | συνταγή | συνταγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνταγή < ελληνιστική κοινή συνταγή < αρχαία ελληνική συντάσσω < σύν + τάσσω (1,2 σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική recette)

Χειρόγραφη συνταγή για γλυκό.

Χειρόγραφη ιατρική συνταγή στα ισπανικά.
Προφορά
- ΔΦΑ : /sin.daˈʝi/
Ουσιαστικό
συνταγή θηλυκό
- (γαστρονομία, μαγειρική) οδηγίες παρασκευής φαγητού, γλυκού, ποτού κ.λπ.: υλικά, ποσότητα, τρόπος παρασκευής κ.ά.
- (ιατρική) γραπτές οδηγίες ιατρού για τα φάρμακα που πρέπει να λάβει ένας ασθενής
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) κατευθυντήριες οδηγίες συμπεριφοράς και δράσης
Συνώνυμα
Συγγενικά
- συνταγούλα
- → δείτε τις λέξεις συντάσσω και τάσσω
Σύνθετα
-
συνταγή στη Βικιπαίδεια

Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.