ρετσέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρετσέτα οι ρετσέτες
      γενική της ρετσέτας
    αιτιατική τη ρετσέτα τις ρετσέτες
     κλητική ρετσέτα ρετσέτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρετσέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική receta < λατινική recepta, θηλυκό του receptus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος recipio < re- + capio

Ουσιαστικό

ρετσέτα θηλυκό

  1. (γαστρονομία, μαγειρική) (παρωχημένο) συνταγή
  2. (ιατρική) (παρωχημένο) συνταγή
  3. (μεταφορικά) (παρωχημένο) συνταγή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.