συνταγογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνταγογραφία | οι | συνταγογραφίες |
| γενική | της | συνταγογραφίας | των | συνταγογραφιών |
| αιτιατική | τη | συνταγογραφία | τις | συνταγογραφίες |
| κλητική | συνταγογραφία | συνταγογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνταγογραφία < συνταγογραφώ + -ση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις συνταγογραφώ, τάσσω και γράφω
Μεταφράσεις
συνταγογραφία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.