συντάσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συντάσσω < συν + τάσσω
Ρήμα
συντάσσω
- τοποθετώ στην κατάλληλη σειρά τα τυπικά στοιχεία του λόγου, σύμφωνα με τους κανόνες της γλώσσας
- διατυπώνω κάτι γραπτά, και ειδικότερα για επίσημο έγγραφο ή για συγγραφή κειμένου που είναι αποτέλεσμα οργάνωσης και σύνθεσης δεδομένων στοιχείων
- παρατάσσω, τοποθετώ στρατιώτες σε παράταξη μάχης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.