συντάσσω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συντάσσω < συν + τάσσω

Ρήμα

συντάσσω

  1. τοποθετώ στην κατάλληλη σειρά τα τυπικά στοιχεία του λόγου, σύμφωνα με τους κανόνες της γλώσσας
  2. διατυπώνω κάτι γραπτά, και ειδικότερα για επίσημο έγγραφο ή για συγγραφή κειμένου που είναι αποτέλεσμα οργάνωσης και σύνθεσης δεδομένων στοιχείων
  3. παρατάσσω, τοποθετώ στρατιώτες σε παράταξη μάχης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.