συνταγογραφημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνταγογραφημένος η συνταγογραφημένη το συνταγογραφημένο
      γενική του συνταγογραφημένου της συνταγογραφημένης του συνταγογραφημένου
    αιτιατική τον συνταγογραφημένο τη συνταγογραφημένη το συνταγογραφημένο
     κλητική συνταγογραφημένε συνταγογραφημένη συνταγογραφημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνταγογραφημένοι οι συνταγογραφημένες τα συνταγογραφημένα
      γενική των συνταγογραφημένων των συνταγογραφημένων των συνταγογραφημένων
    αιτιατική τους συνταγογραφημένους τις συνταγογραφημένες τα συνταγογραφημένα
     κλητική συνταγογραφημένοι συνταγογραφημένες συνταγογραφημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συνταγογραφημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συνταγογραφώ

Μετοχή

συνταγογραφημένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.