συνταγούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνταγούλα οι συνταγούλες
      γενική της συνταγούλας
    αιτιατική τη συνταγούλα τις συνταγούλες
     κλητική συνταγούλα συνταγούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνταγούλα < συνταγή + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

συνταγούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε συνταγή

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.