συνταγογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνταγογραφώ < συνταγογραφία + -ώ
Ρήμα
συνταγογραφώ (παθητική φωνή: συνταγογραφούμαι)
Συγγενικά
- συνταγογραφημένος
- συνταγογράφηση
- συνταγογραφία
- συνταγογραφούμενος
- υπερσυνταγογράφηση
- → δείτε τις λέξεις συν, τάσσω και γράφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνταγογραφώ | συνταγογραφούσα | θα συνταγογραφώ | να συνταγογραφώ | συνταγογραφώντας | |
| β' ενικ. | συνταγογραφείς | συνταγογραφούσες | θα συνταγογραφείς | να συνταγογραφείς | (συνταγογράφει) | |
| γ' ενικ. | συνταγογραφεί | συνταγογραφούσε | θα συνταγογραφεί | να συνταγογραφεί | ||
| α' πληθ. | συνταγογραφούμε | συνταγογραφούσαμε | θα συνταγογραφούμε | να συνταγογραφούμε | ||
| β' πληθ. | συνταγογραφείτε | συνταγογραφούσατε | θα συνταγογραφείτε | να συνταγογραφείτε | συνταγογραφείτε | |
| γ' πληθ. | συνταγογραφούν(ε) | συνταγογραφούσαν(ε) | θα συνταγογραφούν(ε) | να συνταγογραφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνταγογράφησα | θα συνταγογραφήσω | να συνταγογραφήσω | συνταγογραφήσει | ||
| β' ενικ. | συνταγογράφησες | θα συνταγογραφήσεις | να συνταγογραφήσεις | συνταγογράφησε | ||
| γ' ενικ. | συνταγογράφησε | θα συνταγογραφήσει | να συνταγογραφήσει | |||
| α' πληθ. | συνταγογραφήσαμε | θα συνταγογραφήσουμε | να συνταγογραφήσουμε | |||
| β' πληθ. | συνταγογραφήσατε | θα συνταγογραφήσετε | να συνταγογραφήσετε | συνταγογραφήστε | ||
| γ' πληθ. | συνταγογράφησαν συνταγογραφήσαν(ε) |
θα συνταγογραφήσουν(ε) | να συνταγογραφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συνταγογραφήσει | είχα συνταγογραφήσει | θα έχω συνταγογραφήσει | να έχω συνταγογραφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συνταγογραφήσει | είχες συνταγογραφήσει | θα έχεις συνταγογραφήσει | να έχεις συνταγογραφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συνταγογραφήσει | είχε συνταγογραφήσει | θα έχει συνταγογραφήσει | να έχει συνταγογραφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνταγογραφήσει | είχαμε συνταγογραφήσει | θα έχουμε συνταγογραφήσει | να έχουμε συνταγογραφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συνταγογραφήσει | είχατε συνταγογραφήσει | θα έχετε συνταγογραφήσει | να έχετε συνταγογραφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνταγογραφήσει | είχαν συνταγογραφήσει | θα έχουν συνταγογραφήσει | να έχουν συνταγογραφήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.