prescription

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

prescription (en)

  1. (ιατρική) η συνταγή γιατρού
    • οδηγία χορήγησης/λήψης/χρήσης φαρμάκου (τροπική/μεθοδολογική, ποσοτική, χρονική/που αφορά χρονισμό λήψης, διορθωτική/που αφορά διόρθωση λάθους λήψης κα)
  2. (νομικός όρος) positive prescription: η χρησικτησία



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
prescription prescriptions

Ουσιαστικό

prescription (fr) θηλυκό

  1. η συνταγογράφηση
  2. η παραγραφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.