prescription
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
prescription (en)
- (ιατρική) η συνταγή γιατρού
- οδηγία χορήγησης/λήψης/χρήσης φαρμάκου (τροπική/μεθοδολογική, ποσοτική, χρονική/που αφορά χρονισμό λήψης, διορθωτική/που αφορά διόρθωση λάθους λήψης κα)
- (νομικός όρος) positive prescription: η χρησικτησία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.