μαγειρική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγειρική οι μαγειρικές
      γενική της μαγειρικής των μαγειρικών
    αιτιατική τη μαγειρική τις μαγειρικές
     κλητική μαγειρική μαγειρικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγειρική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μαγειρικός

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.ʝi.ɾiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαγειρική
ομόηχο: μαγειρικοί

Ουσιαστικό

μαγειρική θηλυκό

  1. (μαγειρική) η τέχνη του να μαγειρεύει κανείς φαγητά
    σπουδάζει σε σχολή μαγειρικής
  2. μαγειρική σχολή και τεχνικές μαγειρέματος
    αγαπώ την ιταλική μαγειρική, αλλά για επίσημα γεύματα προτιμώ τη γαλλική κουζίνα
     συνώνυμα: κουζίνα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη μάγειρος

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μαγειρική

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.