συνταγολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνταγολογία | οι | συνταγολογίες |
| γενική | της | συνταγολογίας | των | συνταγολογιών |
| αιτιατική | τη | συνταγολογία | τις | συνταγολογίες |
| κλητική | συνταγολογία | συνταγολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
συνταγολογία θηλυκό
- (φαρμακευτική) κλάδος της φαρμακολογίας σχετικός με τη σύνταξη και εκτέλεση φαρμακευτικών συνταγών
Συγγενικά
- συνταγολόγιο
- → δείτε τις λέξεις συνταγή και λέγω
Μεταφράσεις
συνταγολογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.