συνταγολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνταγολογία οι συνταγολογίες
      γενική της συνταγολογίας των συνταγολογιών
    αιτιατική τη συνταγολογία τις συνταγολογίες
     κλητική συνταγολογία συνταγολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνταγολογία < συνταγή + -ο- + -λογία

Ουσιαστικό

συνταγολογία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.