κατευθυντήριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατευθυντήριος η κατευθυντήρια το κατευθυντήριο
      γενική του κατευθυντήριου της κατευθυντήριας του κατευθυντήριου
    αιτιατική τον κατευθυντήριο την κατευθυντήρια το κατευθυντήριο
     κλητική κατευθυντήριε κατευθυντήρια κατευθυντήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατευθυντήριοι οι κατευθυντήριες τα κατευθυντήρια
      γενική των κατευθυντήριων των κατευθυντήριων των κατευθυντήριων
    αιτιατική τους κατευθυντήριους τις κατευθυντήριες τα κατευθυντήρια
     κλητική κατευθυντήριοι κατευθυντήριες κατευθυντήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατευθυντήριος < κατευθύνω + -τήριος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική directif)

Επίθετο

κατευθυντήριος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.