υπερσυνταγογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερσυνταγογράφηση | οι | υπερσυνταγογραφήσεις |
| γενική | της | υπερσυνταγογράφησης* | των | υπερσυνταγογραφήσεων |
| αιτιατική | την | υπερσυνταγογράφηση | τις | υπερσυνταγογραφήσεις |
| κλητική | υπερσυνταγογράφηση | υπερσυνταγογραφήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υπερσυνταγογραφήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερσυνταγογράφηση < υπερ- + συνταγογράφηση
Ουσιαστικό
υπερσυνταγογράφηση θηλυκό
- (νεολογισμός) υπερβολική συνταγογράφηση
- Μπροστά σε νέες περιπτώσεις υπερσυνταγογράφησης, παράνομης χρήσης βιβλιαρίων υγείας, αλλά και καταχρηστικές χρεώσεις Ιδιωτικών Κλινικών σε ασφαλισμένους για τη νοσηλεία τους σε αυτές, βρέθηκε για μια ακόμη φορά ο EOΠΥΥ. (*)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις υπέρ, συνταγογραφώ, τάσσω και γράφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.