συνείδηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνείδηση οι συνειδήσεις
      γενική της συνείδησης* των συνειδήσεων
    αιτιατική τη συνείδηση τις συνειδήσεις
     κλητική συνείδηση συνειδήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνειδήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνείδηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνείδησις < συν- (σύν) + εἴδησις < οἶδα

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈni.ði.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνείδηση
παλιότερος συλλαβισμός: συνείδηση

Ουσιαστικό

συνείδηση θηλυκό

  1. η επίγνωση του εαυτού, του περιβάλλοντος, της πραγματικότητας
    1. ενός ατόμου
       συνώνυμα: αυτοεπίγνωση
    2. (μεταφορικά) ενός συνόλου ατόμων
      η ιστορική συνείδηση του έθνους
  2. η κατάσταση του ανθρώπου κατά την οποία έχει τις αισθήσεις του και τις πνευματικές του λειτουργίες ανέπαφες
    η λιποθυμία φέρνει απώλεια συνειδήσεως
  3. η ηθική αντίληψη, η διάκριση του καλού από το κακό
    έχω καθαρή τη συνείδησή μου
    είναι άνθρωπος με συνείδηση
  4. αίσθημα καθήκοντος
    επαγγελματική συνείδηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.