συνειδητός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνειδητός | η | συνειδητή | το | συνειδητό |
| γενική | του | συνειδητού | της | συνειδητής | του | συνειδητού |
| αιτιατική | τον | συνειδητό | τη | συνειδητή | το | συνειδητό |
| κλητική | συνειδητέ | συνειδητή | συνειδητό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνειδητοί | οι | συνειδητές | τα | συνειδητά |
| γενική | των | συνειδητών | των | συνειδητών | των | συνειδητών |
| αιτιατική | τους | συνειδητούς | τις | συνειδητές | τα | συνειδητά |
| κλητική | συνειδητοί | συνειδητές | συνειδητά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνειδητός < συνείδηση + -τός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική conscient)
Επίθετο
συνειδητός
- (για κάτι) που γίνεται έχοντας συνείδηση αυτού που συμβαίνει, με επίγνωση, αντίληψη και ηθελημένα
- (για κάποιον) που συνειδητοποιεί τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του και ενεργεί ανάλογα
- (ουσιαστικοποιημένο) συνειδητό
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.