εαυτός
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
εαυτός < αρχαία ελληνική ἑαυτοῦ
Αντωνυμία
εαυτός
- (αυτοπαθής αντωνυμία) που σημαίνει το άτομο, το εγώ κάποιου
- ↪ Κοιτάει μόνο τον εαυτό του
- (ουσιαστικοποιημένο) το συνειδητό εγώ
Εκφράσεις
- είναι εκτός εαυτού ( είναι έξαλλος)
- <σήμερα> δεν είναι ο εαυτός του (κάτι έχει και συμπεριφέρεται περίεργα ή απρόβλεπτα)
| πτώση | ενικός α΄προσώπου β΄προσώπου γ' προσώπου | ||
|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο εαυτός μου | ο εαυτός σου | ο εαυτός του |
| γενική | του εαυτού μου | του εαυτού σου | του εαυτού του |
| αιτιατική | τον εαυτό μου | τον εαυτό σου | τον εαυτό του |
| πτώση | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | ο εαυτός μας και οι εαυτοί μας | ο εαυτός σας και οι εαυτοί σας | ο εαυτός τους και οι εαυτοί τους/των (λόγιο) |
| γενική | του εαυτού μας και των εαυτών μας | του εαυτου σας και των εαυτών σας | του εαυτού τους και των εαυτών τους/των (λόγιο) |
| αιτιατική | τον εαυτό μας και τους εαυτούς μας | τον εαυτό σας και τους εαυτούς σας | τον εαυτό τους και τους εαυτούς τους/των (λόγιο) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.