συνειδητοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνειδητοποιώ < συνειδητός + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prendre conscience[1] [2])
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ni.ði.to.piˈo/
Ρήμα
συνειδητοποιώ (παθητική φωνή: συνειδητοποιούμαι)
- αντιλαμβάνομαι (καλά) κάτι που με αφορά ή υπάρχει γύρω μου, αποκτώ τη σχετική συνείδηση
Συγγενικά
- ασυνειδητοποίητα
- ασυνειδητοποίητος
- αυτοσυνειδητοποίηση
- αυτοσυνειδητοποιώ
- συνειδητοποιημένος
- συνειδητοποίηση
- → δείτε τις λέξεις συν, είδηση και ποιώ
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνειδητοποιώ | συνειδητοποιούσα | θα συνειδητοποιώ | να συνειδητοποιώ | συνειδητοποιώντας | |
| β' ενικ. | συνειδητοποιείς | συνειδητοποιούσες | θα συνειδητοποιείς | να συνειδητοποιείς | (συνειδητοποίει) | |
| γ' ενικ. | συνειδητοποιεί | συνειδητοποιούσε | θα συνειδητοποιεί | να συνειδητοποιεί | ||
| α' πληθ. | συνειδητοποιούμε | συνειδητοποιούσαμε | θα συνειδητοποιούμε | να συνειδητοποιούμε | ||
| β' πληθ. | συνειδητοποιείτε | συνειδητοποιούσατε | θα συνειδητοποιείτε | να συνειδητοποιείτε | συνειδητοποιείτε | |
| γ' πληθ. | συνειδητοποιούν(ε) | συνειδητοποιούσαν(ε) | θα συνειδητοποιούν(ε) | να συνειδητοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνειδητοποίησα | θα συνειδητοποιήσω | να συνειδητοποιήσω | συνειδητοποιήσει | ||
| β' ενικ. | συνειδητοποίησες | θα συνειδητοποιήσεις | να συνειδητοποιήσεις | συνειδητοποίησε | ||
| γ' ενικ. | συνειδητοποίησε | θα συνειδητοποιήσει | να συνειδητοποιήσει | |||
| α' πληθ. | συνειδητοποιήσαμε | θα συνειδητοποιήσουμε | να συνειδητοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | συνειδητοποιήσατε | θα συνειδητοποιήσετε | να συνειδητοποιήσετε | συνειδητοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | συνειδητοποίησαν συνειδητοποιήσαν(ε) |
θα συνειδητοποιήσουν(ε) | να συνειδητοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συνειδητοποιήσει | είχα συνειδητοποιήσει | θα έχω συνειδητοποιήσει | να έχω συνειδητοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συνειδητοποιήσει | είχες συνειδητοποιήσει | θα έχεις συνειδητοποιήσει | να έχεις συνειδητοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συνειδητοποιήσει | είχε συνειδητοποιήσει | θα έχει συνειδητοποιήσει | να έχει συνειδητοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνειδητοποιήσει | είχαμε συνειδητοποιήσει | θα έχουμε συνειδητοποιήσει | να έχουμε συνειδητοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συνειδητοποιήσει | είχατε συνειδητοποιήσει | θα έχετε συνειδητοποιήσει | να έχετε συνειδητοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνειδητοποιήσει | είχαν συνειδητοποιήσει | θα έχουν συνειδητοποιήσει | να έχουν συνειδητοποιήσει |
| |
Μεταφράσεις
συνειδητοποιώ
- συνειδητοποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνειδητοποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.