συνειδητότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνειδητότητα οι συνειδητότητες
      γενική της συνειδητότητας των συνειδητοτήτων
    αιτιατική τη συνειδητότητα τις συνειδητότητες
     κλητική συνειδητότητα συνειδητότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνειδητότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συνειδητότητα θηλυκό

  1. κατάσταση επίγνωσης, το χαρακτηριστικό της επίγνωσης
  2. ικανότητα να αισθάνεσαι, να έχεις εμπειρίες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.