εἴδησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | εἴδησῐς | αἱ | εἰδήσεις |
| γενική | τῆς | εἰδήσεως | τῶν | εἰδήσεων |
| δοτική | τῇ | εἰδήσει | ταῖς | εἰδήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | εἴδησῐν | τὰς | εἰδήσεις |
| κλητική ὦ! | εἴδησῐ | εἰδήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰδήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εἰδησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Αναφορές
- «είδηση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- εἴδησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.