ασυνείδητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασυνείδητος | η | ασυνείδητη | το | ασυνείδητο |
| γενική | του | ασυνείδητου | της | ασυνείδητης | του | ασυνείδητου |
| αιτιατική | τον | ασυνείδητο | την | ασυνείδητη | το | ασυνείδητο |
| κλητική | ασυνείδητε | ασυνείδητη | ασυνείδητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασυνείδητοι | οι | ασυνείδητες | τα | ασυνείδητα |
| γενική | των | ασυνείδητων | των | ασυνείδητων | των | ασυνείδητων |
| αιτιατική | τους | ασυνείδητους | τις | ασυνείδητες | τα | ασυνείδητα |
| κλητική | ασυνείδητοι | ασυνείδητες | ασυνείδητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασυνείδητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ασυνείδητος
- ο χωρίς ηθική συνείδηση, που αδιαφορεί για την ηθική αξία ή απαξία των πράξεών του, πωρωμένος
- (ψυχολ.) όχι συνειδητός
- (για πράξεις) άδικος, ανήθικος
- αναρωτιέμαι ποιος θα έκανε ποτέ μια τόσο ασυνείδητη και αισχρή πράξη
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ασυνείδητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.