ασυνείδητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυνείδητος η ασυνείδητη το ασυνείδητο
      γενική του ασυνείδητου της ασυνείδητης του ασυνείδητου
    αιτιατική τον ασυνείδητο την ασυνείδητη το ασυνείδητο
     κλητική ασυνείδητε ασυνείδητη ασυνείδητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυνείδητοι οι ασυνείδητες τα ασυνείδητα
      γενική των ασυνείδητων των ασυνείδητων των ασυνείδητων
    αιτιατική τους ασυνείδητους τις ασυνείδητες τα ασυνείδητα
     κλητική ασυνείδητοι ασυνείδητες ασυνείδητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασυνείδητος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ασυνείδητος

  1. ο χωρίς ηθική συνείδηση, που αδιαφορεί για την ηθική αξία ή απαξία των πράξεών του, πωρωμένος
  2. (ψυχολ.) όχι συνειδητός
  3. (για πράξεις) άδικος, ανήθικος
    αναρωτιέμαι ποιος θα έκανε ποτέ μια τόσο ασυνείδητη και αισχρή πράξη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.